ψειρής

ψειρής
ο, θηλ. ψειρού, Ν [ψείρα]
1. ψειριάρης
2. το θηλ. η ψειρού
μτφ. η φυλακή
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος
β) φιλάργυρος, τσιγκούνης
γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψειρής — ο θηλ. ψειρού 1. ψειριάρης. 2. ακάθαρτος άνθρωπος ή φτωχός που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως εύπορος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψειρού, η φυλακή: Είναι στην ψειρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψειριάρης — α, ικο, Ν 1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής 2. μτφ. βρομιάρης 3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο βοτ. το ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. φουκαρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”